- αλιπηγή
- η (Υδρολ.)κατηγορία χλωριονατριούχων ιαματικών πηγών στις οποίες τα στερεά συστατικά ξεπερνούν το 1, 5 γραμμάριο ανά χιλιόγραμμο ύδατος και τα κύρια ιόντα τους είναι Na + και Cl-.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλι-* (< ἃλς, ἁλὸς) + πηγή].
Dictionary of Greek. 2013.